συναπαρτίζει

συναπαρτίζει
συναπαρτίζω
bring to an end together with
pres ind mp 2nd sg
συναπαρτίζω
bring to an end together with
pres ind act 3rd sg
συναπαρτίζω
bring to an end together with
pres ind mp 2nd sg
συναπαρτίζω
bring to an end together with
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συναπαρτίζω — ΝΜΑ απαρτίζω, συνθέτω κάτι από πολλά μέρη ή στοιχεία αρχ. 1. καθιστώ κάτι άρτιο μαζί με κάποιον 2. έχω το ίδιο μέγεθος με άλλον («αἱ Κάνναι... ἀντίκεινται τῇ νήσῳ καὶ συναπαρτίζουσι», Στράβ.) 3. (αμτβ.) α) είμαι ανάλογος, σύμμετρος προς κάποιον ή …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”